- επισταδόν
- ἐπισταδόν (Α)επίρρ.1. παραστέκοντας άλλους που είναι αράδα, διαδοχικά («νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν» — τούς επιτίμησα διαδοχικά όλους στη σειρά, Ομ. Οδ.)2. παραστέκοντας ο ένας τον άλλο («οἱ δ’ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὡπλίζοντο» — αυτοί παραστέκοντας ο ένας τον άλλον ετοίμαζαν το δείπνο, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στα- (< έστην, αόρ. τού ίστημι) + επίθημα -δον (πρβλ. αναφαν-δόν)].
Dictionary of Greek. 2013.